πιθανολογία

πιθανολογία
4086 πιθανολογία
{сущ., 1}
уговаривание, убеждение (Кол. 2:4).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πιθανολογία" в других словарях:

  • πιθανολογία — πιθανολογίᾱ , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc/acc dual πιθανολογίᾱ , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογίᾳ — πιθανολογίαι , πιθανολογία use of probable arguments fem nom/voc pl πιθανολογίᾱͅ , πιθανολογία use of probable arguments fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογία — η 1. συζήτηση, γνώμη για το πιθανό, το ενδεχόμενο ενός πράγματος. 2. γνωσιολογική θεωρία που παραδέχεται πως μόνο με πιθανότητα μπορούμε να μιλάμε για την απόλυτη αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιθανολογίας — πιθανολογίᾱς , πιθανολογία use of probable arguments fem acc pl πιθανολογίᾱς , πιθανολογία use of probable arguments fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογίαν — πιθανολογίᾱν , πιθανολογία use of probable arguments fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογιῶν — πιθανολογία use of probable arguments fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογίαις — πιθανολογία use of probable arguments fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) …   Dictionary of Greek

  • уветливословие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (πιθανολογία) увещание, убеждение …   Словарь церковнославянского языка

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»